- λησμονοβότανο
- και λησμοβότανο, τοβότανο που φυτρώνει στον Άδη και το οποίο, κατά τη λαϊκή αντίληψη, όταν τρώγουν οι νεκροί, λησμονούν τα επίγεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λησμον- (πρβλ. λησμονιά, λησμονώ) + βότανο (πρβλ. αγριο-βότανο). Ο τ. λησμοβότανο < λησμονοβότανο, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ από τον Εμμ. Ροΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.